- τοκογλύφου
- τοκογλύφοςone who marks down his interestmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οβολοστατική — ὀβολοστατική, ἡ (Α) [οβολοστάτης] (ενν. τέχνη) το επάγγελμα τού οβολοστάτη, τού τοκογλύφου, δηλ. ο δανεισμός με τόκο … Dictionary of Greek
οβολοστατώ — ὀβολοστατῶ, έω (Α) [οβολοστάτης] ζυγίζω οβολούς, δηλ. ασκώ το επάγγελμα τού τοκογλύφου («ἁρπάζουσιν, ἐπιορκοῡσι, τοκογλυφοῡσιν, ὀβολοστατοῡσι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
Άλμκβιστ, Καρλ Γιόνας Λόβε — (Carl Jonas Love Almquist, 1793 – 1866). Σουηδός ποιητής και μυθιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα, όπου μελέτησε εντατικά τη φιλοσοφία του Σλάιερμαχερ, νυμφεύτηκε μια νέα χωρική και εγκαταστάθηκε σε μια αγροικία στο… … Dictionary of Greek
βρόχι — το 1. θελιά, παγίδα, δίχτυ που πιάνει πουλιά: Δόλωμα για βρόχι. 2. μτφ., ο δόλος, η πλεκτάνη: Έπεσε στα βρόχια του τοκογλύφου. 3. μτφ., θέλγητρο, σαγήνη: Πιάστηκε στα βρόχια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)